H γηραιά της Σπάρτης
Σας έχω μιλήσει για τη γηραιά, τη σοφή γριούλα γειτόνισσα στη Σπάρτη. Μένει στο δικό της σπίτι με κήπο και αντιστέκεται ακόμα στην αντιπαροχή και την οικοπεδοποίηση που μαστίζει την άλλοτε πολύ ωραία και με το δικό της αρχοντικό χρώμα μικρή μας πολιτεία. Φυτεύει λουλούδια και λαχανικά, περιποιείται τα δένδρα της και τις κότες της και κρατά σώμα και πνεύμα σε εγρήγορση. Η κόρη της μένει μακριά και τα δυο της εγγόνια την επισκέπτονται συχνά πυκνά. Τελευταία απέκτησε και το δεύτερο δισέγγονο, που την κάνει περήφανη.
Την περασμένη Πέμπτη έφυγα εκτάκτως για Σπάρτη. Θα έλειπε η μικρή κόρη, πολυήμερη εκδρομή, μέχρι και την Δευτέρα, έτσι έπεισα και το σύζυγο να ακολουθήσει σε αυτό το παρατεταμένο σαββατοκύριακο.
Η γηραιά, όπως πάντα, πίσω από το κουρτινάκι. Δεν την έβλεπα, αλλά τη χαιρέτισα φωναχτά και θορυβώδικα. Αναγκάστηκε να ανοίξει το παράθυρο και να μας καλωσορίσει γελαστή. Μου αρέσει να το κάνει. Την έχρισα μάνα-γιαγιά-θεία-σόι δίπλα μας και λαχταρώ να τη βλέπω.
Οι χαλαροί μας ρυθμοί, μας ξεκούρασαν παρά το κρύο και τη βροχή της Παρασκευής. Το Σάββατο ήταν λαμπρό όπως και η διάθεσή μας. Με τη γηραιά συνήθως μιλάμε από την ταράτσα μας και ανταλλάσσουμε από ευχές έως συνταγές στον .. αέρα! Πήρα όμως τον κουπάτο μου και πήγα δίπλα να τον πιω μαζί της, κρατώντας μολύβι και χαρτί καλού κακού. Γιατί πάντα μια συζήτηση μαζί της, φέρνει και μια συνταγούλα ή θύμηση πως το κάνανε κάτι παλιά. Λέξεις ακόμα ξεχασμένες, σαν αυτή που μου είπε προχθές, λιμάσσω! Της έκοψαν το αλάτι οι γιατροί και η καημένη η γριούλα μας, που είναι εκλεκτή μαγείρισσα, λιμάσσει, γιατί όλα της είναι άνοστα! Η συνταγούλα εδόθη, μαυρομάτικα με χόρτα τσιγαριαστά, αλλά αυτό είναι αλλουνού blog άρθρο, ευθέτως!
Πρόσεξε, μια κούπα λάδι απαραιτήτως, μου τόνισε, γιατί είχα τις αντιρρήσεις μου και εγώ θυμήθηκα το ωραίο τραγουδάκι των Χαίνιδων που ακούμε να μας συνοδεύει στο κείμενο.
Η κουζίνα της έχει ακόμα το παλιό φουγάρο και την ξεχασμένη φουφού, αλλά μαγειρεύει στο γκάζι και την ηλεκτρική την έχει μόνο για τον φούρνο. Έχει τη μυρωδιά της πάστρας, των παλιών νοικοκυριών που δεν χρησιμοποιούσαν τα σύγχρονα απορρυπαντικά για να κάνουν το σπίτι να λάμψει. To κέρασμα,εξαίσιος κουραμπιές λαδιού με σταχτόνερο, ήρθε σε παλλαϊκό ασημένιο δίσκο, με νερό στο κομψό, λεπτό γυάλινο ποτήρι με τα ταγιαριστά λουλούδια. Δίπλα ακριβώς είναι το τζάκι στο δωμάτιο που διημερεύει και το παλιό σιδερένιο κρεββάτι, που μάλλον αγαπά να κοιμάται ακόμα.
Χήρα πάρα πολλά χρόνια, μόνη από το γάμο της κόρης της, πάντα μόνη. Από τότε που αναγκάστηκε εκείνη, κάποια στιγμή, να ακολουθήσει για χρόνια τον άνδρα της στον Καναδά και μετά την επιστροφή τους.
Από τότε θαρρώ, έκλεισε τη σάλα και τη μεγάλη κρεββατοκάμαρα με την όμορφη σκαλιστή ντουλάπα και τον μπιζουτέ καθρέφτη που καθρέφτισε τη νειότη και την ευτυχία της. Όπου ανοίγει για να απλώσει τα φύλλα για τις χυλοπίτες και τον τραχανά της, μόνο το καλοκαίρι. Έχει άλλωστε τόσους να εφοδιάσει και εμένα παρακαλώ!
Κυριακή μετά την εκκλησία δεν δέχτηκε την πρόσκληση για καφέ γιατί βιαζόταν να μαγειρέψει, περίμενε κάποιο από τα εγγόνια της. Οι νιφάδες στροβιλίστηκαν απρόσμενα και μαγικά. Πυκνές άσπρισαν τα βουνά γύρω και πασπάλισαν τα κάστρα στο Μυστρά. Χοροπήδαγα σαν παιδί από τη χαρά μου και παρέσυρα σε ένα βαλσάκι τον συζυγάτο μου, με μουσική που ακούγαμε μόνο εμείς οι δυο.
Αυτοκίνητο δεν σταμάτησε στο σπίτι της γηραιάς, τα εγγόνια προτίμησαν να ανέβουν στις Σελίμποβες στα χιόνια..
Φύγαμε μεσημέρι Δευτέρας, με ήλιο λαμπρό, που έλιωσε τα χιόνια και εξαφάνισε τις όμορφες εικόνες, όχι όμως και την παγωνιά. Η γηραιά μας κατευόδωσε πίσω από το κουρτινάκι, όπως πάντα και στοιχηματίζω ότι την είδα να κουνάει το χέρι της και να σταυρώνει τον αέρα και το δρόμο μας.
Την περασμένη Πέμπτη έφυγα εκτάκτως για Σπάρτη. Θα έλειπε η μικρή κόρη, πολυήμερη εκδρομή, μέχρι και την Δευτέρα, έτσι έπεισα και το σύζυγο να ακολουθήσει σε αυτό το παρατεταμένο σαββατοκύριακο.
Η γηραιά, όπως πάντα, πίσω από το κουρτινάκι. Δεν την έβλεπα, αλλά τη χαιρέτισα φωναχτά και θορυβώδικα. Αναγκάστηκε να ανοίξει το παράθυρο και να μας καλωσορίσει γελαστή. Μου αρέσει να το κάνει. Την έχρισα μάνα-γιαγιά-θεία-σόι δίπλα μας και λαχταρώ να τη βλέπω.
Οι χαλαροί μας ρυθμοί, μας ξεκούρασαν παρά το κρύο και τη βροχή της Παρασκευής. Το Σάββατο ήταν λαμπρό όπως και η διάθεσή μας. Με τη γηραιά συνήθως μιλάμε από την ταράτσα μας και ανταλλάσσουμε από ευχές έως συνταγές στον .. αέρα! Πήρα όμως τον κουπάτο μου και πήγα δίπλα να τον πιω μαζί της, κρατώντας μολύβι και χαρτί καλού κακού. Γιατί πάντα μια συζήτηση μαζί της, φέρνει και μια συνταγούλα ή θύμηση πως το κάνανε κάτι παλιά. Λέξεις ακόμα ξεχασμένες, σαν αυτή που μου είπε προχθές, λιμάσσω! Της έκοψαν το αλάτι οι γιατροί και η καημένη η γριούλα μας, που είναι εκλεκτή μαγείρισσα, λιμάσσει, γιατί όλα της είναι άνοστα! Η συνταγούλα εδόθη, μαυρομάτικα με χόρτα τσιγαριαστά, αλλά αυτό είναι αλλουνού blog άρθρο, ευθέτως!
Πρόσεξε, μια κούπα λάδι απαραιτήτως, μου τόνισε, γιατί είχα τις αντιρρήσεις μου και εγώ θυμήθηκα το ωραίο τραγουδάκι των Χαίνιδων που ακούμε να μας συνοδεύει στο κείμενο.
Η κουζίνα της έχει ακόμα το παλιό φουγάρο και την ξεχασμένη φουφού, αλλά μαγειρεύει στο γκάζι και την ηλεκτρική την έχει μόνο για τον φούρνο. Έχει τη μυρωδιά της πάστρας, των παλιών νοικοκυριών που δεν χρησιμοποιούσαν τα σύγχρονα απορρυπαντικά για να κάνουν το σπίτι να λάμψει. To κέρασμα,εξαίσιος κουραμπιές λαδιού με σταχτόνερο, ήρθε σε παλλαϊκό ασημένιο δίσκο, με νερό στο κομψό, λεπτό γυάλινο ποτήρι με τα ταγιαριστά λουλούδια. Δίπλα ακριβώς είναι το τζάκι στο δωμάτιο που διημερεύει και το παλιό σιδερένιο κρεββάτι, που μάλλον αγαπά να κοιμάται ακόμα.
Χήρα πάρα πολλά χρόνια, μόνη από το γάμο της κόρης της, πάντα μόνη. Από τότε που αναγκάστηκε εκείνη, κάποια στιγμή, να ακολουθήσει για χρόνια τον άνδρα της στον Καναδά και μετά την επιστροφή τους.
Από τότε θαρρώ, έκλεισε τη σάλα και τη μεγάλη κρεββατοκάμαρα με την όμορφη σκαλιστή ντουλάπα και τον μπιζουτέ καθρέφτη που καθρέφτισε τη νειότη και την ευτυχία της. Όπου ανοίγει για να απλώσει τα φύλλα για τις χυλοπίτες και τον τραχανά της, μόνο το καλοκαίρι. Έχει άλλωστε τόσους να εφοδιάσει και εμένα παρακαλώ!
Κυριακή μετά την εκκλησία δεν δέχτηκε την πρόσκληση για καφέ γιατί βιαζόταν να μαγειρέψει, περίμενε κάποιο από τα εγγόνια της. Οι νιφάδες στροβιλίστηκαν απρόσμενα και μαγικά. Πυκνές άσπρισαν τα βουνά γύρω και πασπάλισαν τα κάστρα στο Μυστρά. Χοροπήδαγα σαν παιδί από τη χαρά μου και παρέσυρα σε ένα βαλσάκι τον συζυγάτο μου, με μουσική που ακούγαμε μόνο εμείς οι δυο.
Αυτοκίνητο δεν σταμάτησε στο σπίτι της γηραιάς, τα εγγόνια προτίμησαν να ανέβουν στις Σελίμποβες στα χιόνια..
Φύγαμε μεσημέρι Δευτέρας, με ήλιο λαμπρό, που έλιωσε τα χιόνια και εξαφάνισε τις όμορφες εικόνες, όχι όμως και την παγωνιά. Η γηραιά μας κατευόδωσε πίσω από το κουρτινάκι, όπως πάντα και στοιχηματίζω ότι την είδα να κουνάει το χέρι της και να σταυρώνει τον αέρα και το δρόμο μας.
-Eυχαριστώ τον Κυριάκο Τριλιούρη για την ωραία σπάνια φωτογραφία, με τα δυο ουράνια τόξα !
Ετικέτες γηραιά, Πρόσωπα, συνταγές Μαγειρικής, Χαΐνηδες
14 Comments:
Καλησπέρα
Ένα μεγάλο μπράβο στη σοφή
αυτή γριούλα, τη Γιαγιά
Μακάρι να είχαμε και να ακούγαμε
όλοι μας τη σοφή γιαγιά μας
Ο κόσμος και η ζωή θα ήταν
ασφαλώς πιο όμορφη
και εμείς πιο ευτυχισμένοι
καλό σου βράδυ
Καλό βράδυ στη γιαγιά
της Σπάρτης
Θα μπορούσε να είναι και η γιαγιά μου, αλλά τη χάσαμε πέρισυ...και τί δέ θα'δινα να ξανάβλεπα μαζί της το Μυστρά χιονισμένο...
Σελίμποβες έ?? 1986 εκεί στα χιόνια είχα σπάσει το ΄ποδαράκι μου!
Τα εγγόνια που ενώ έχουν πεί στη γιαγιούκα τους πως θα την επισκεφτούν και δέν πάνε τελικά θέλουν σκότωμα...
-Καλησπέρα, μάλλον καληνύχτα Sailor. Η καλή μου γειτόνισσα, είναι το αλάτι και το πιπέρι της παραμονής μας στη Σπάρτη!
- Έ όχι και σκότωμα καλή μου, έτυχε φαντάζομαι και οι προτεραιότητες αλάσσουν όταν αποφασίζουν πολλοί..
Περιφημα, επρεπε να την ψαλιδισω λιγο να φυγει το στεγαστρο.
Καλημέρα Κυρ, μια χαρά είναι, σε ευχαριστώ!
Που το πας που το φέρνεις, στη Λακωνία καταλήγεις...
Μέρος πραγματικά όνειρο, οι άνθρωποι του ιδιαίτεροι...
...ο δρόμος Σπάρτη-Καλαμάτα μέσω Ταϋγέτου για γερά στομάχια όμως!
...τα τσιγαριστά χόρτα με τα μαυρομάτικα φασόλια είναι ασφαλώς συνταγή Πελοποννησιακή, όσο πιο πολλά μυρωδικά χόρτα βάζεις τόσο το καλύτερο, απαραίτητες για τη συνταγή οι καυκαλήθρες...
Το προτεινόμενο τραγούδι super!
πόσο όμορφα με "ταξίδεψες" σε χώρο και χρόνο...
δικό σου το ταξίδι,το ζησα κι εγώ...
καλημέρα
:)
- Ιδιαίτεροι, John boy; Μμμ ..
Καλά τώρα, όπως όλοι στην Πελοπόννησο!
Η διαδρομή της χαράδρας είναι εξαιρετική όποια εποχή.
Μου αρέσουν και εμέ οι καυκαλήθρες, έφερα από το "παζάρι" της Σπάρτης! Super then, Χαίνιδες είναι αυτοί!
-Kαλημέρα όμορφη, σε ευχαριστώ! Για σας alkyoni κάνει τέτοιες μέρες! Για τους ταξιδιώτες επίσης! ;)
Εγώ τώρα γιατί στεναχωρήθηκα; Μια πικρή γεύση μοναξιάς μου έμεινε, ενώ δεν ήταν αυτός ούτε ο σκοπός σου, ούτε το μήνυμά σου. Περνάω την εποχή της ιδιαίτερης ευαισθησίας απέναντι στους ηλικιωμένους συγγενείς, ίσως επειδή πλησιάζει η ώρα του αποχωρισμού.
Συνταγούλα έταξες και ξέρεις τώρα! Μικρού και τρελλού μην τάξεις!
Δεν αστόχησες Juanita μου, η πικρή η μοναξιά των ανθρώπων που μεγαλώνουν μόνοι τους, έστω και αν ορίζουν τη ζωή τους, ήταν στους στόχους μου, πέρα από την επίπεδη περιγραφή. Σε ευχαριστώ που εβάνθυνες.
H ιστορία σου μου θύμισε μια άλλη, για τα άτομα με ιδιαιτερότητα:
Ένας ιδιοκτήτης pet-shop στην Αυστρία, είχε αναρτήσει μια πινακίδα έξω από τη κατάστημα του, που έγραφε: ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΚΟΥΤΑΒΙΑ.
Ένα μικρό αγόρι είδε την πινακίδα και μπήκε στο κατάστημα ρωτώντας:
"Πόσα χρήματα θέλετε για να μου δώσετε ένα κουτάβι";
Ο ιδιοκτήτης απάντησε πως κόστιζαν από 30 έως 50 δολάρια.
Ο μικρός, βγάζοντας ελάχιστα χρήματα από την τσέπη του είπε: "
Δυστυχώς έχω μόνο 2 δολάρια, μπορώ τουλάχιστον να χαζέψω λίγο τα κουτάβια ";
Ο ιδιοκτήτης χαμογέλασε και σφύριξε δυνατά.
Μια σκυλίτσα μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από 5 κουταβάκια.
Το ένα από αυτά κούτσαινε, με αποτέλεσμα να μείνει λίγο πιο πίσω από τα άλλα κουταβάκια.
Τότε ο μικρός ρώτησε: "Τι έχει αυτό το κουτάβι και κουτσαίνει";
Ο ιδιοκτήτης του εξήγησε πως το κουταβάκι είχε γεννηθεί με πρόβλημα στο γοφό και πως θα έμενε έτσι σε όλη του τη ζωή.
Ο μικρός ενθουσιασμένος είπε στον μαγαζάτορα:
"θέλω να το αγοράσω" του φώναξε αποφασιστικά.
Ο άντρας γέλασε και του είπε: "Όχι, δεν νομίζω να θέλεις ένα τέτοιο κουτσό κουτάβι. Αλλά αν επιμένεις μπορώ να σου το χαρίσω"...
Ο μικρός ήταν περήφανος και του είπε ότι θα προτιμούσε να αγοράσει το κουτάβι έστω και με ευκολίες και θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξεπληρώσει το χρέος του στον ιδιοκτήτη του pet shop, δίνοντας ένα ποσό κάθε μήνα.
Ο άντρας γέλασε ξανά και είπε: " το κουτάβι αυτό είναι άχρηστο, πραγματικά δεν σου χρειάζεται, ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα σκυλιά...".
Τότε ο μικρός σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του και άφησε να ξεπροβάλλει το αριστερό του πόδι, το οποίο υποστηριζόταν από ένα μεταλλικό σίδερο.
"Όπως βλέπετε, ούτε και εγώ θα μπορέσω να τρέξω και να παίξω μαζί του... επομένως το κουτάβι θα έχει κάποιον που το καταλαβαίνει...".
Ο άντρας δάγκωνε τώρα τα χείλη του μην ξέροντας τι να πει.
Δακρυσμένος, προσπάθησε να χαμογελάσει και είπε: "εύχομαι... όλα τα κουτάβια να βρουν κάποτε ένα ιδιοκτήτη σαν κι εσένα"...
Στην ζωή δεν μετράει το ποιος είσαι αλλά το αν κάποιος σε αγαπά, σε δέχεται και σε εκτιμά γι' αυτό που είσαι χωρίς όρους.
Καλησπέρα σας!
Kαλημέρα Δημήτρη, αισθαντική η ιστορία σου
Όμορφααααααα.....;-)
Γειά σου An Lu! Kαλή εβδομάδα
Δημοσίευση σχολίου
<< Home