Χαίρομαι την καταγραφή των σκέψεων και των συμβάντων στην καθημερινή βιωτή του φίλου μας του
Μάρκου. Ευχέρεια, σαφήνεια, τόνος σαν σε προσωπική φιλική κουβέντα, σαν να σε αφήνει, φίλοι γαρ, να περπατάς μαζί του και να βλέπεις με τα μάτια του.
Η ιστορία με τα
περιστεράκια στο μπαλκόνι, με άγγιξε. Tην ίδια εποχή, στο πίσω μπαλκόνι μου, δυο περιστέρια, έκαναν φωλιά με δυο ξυλαράκια και δυο ξερά χόρτα, στο δάπεδο, ανάμεσα στον τοίχο και τη μονάδα του aircodition.
Το πρώτο το
αυγουλάκι το παράσυρε ο δυνατός άνεμος, που φύσηξε αναπάντεχα, γιατί η φωλιά ήταν υποτυπώδης, και το πέταξε στον ακάλυπτο. Από τα υπόλοιπα δύο, βγήκαν δυο
κιτρινούλικα μικρά που σάλευαν κάτω από τις φτερούγες της μαμάς τους. Μέσα σε μια βδομάδα τα πουλάκια μεγάλωσαν, ήταν
μαυρούτσικα ξαφνικά. Υπολογίζω ότι οι γονείς τους θα τα μάθαιναν να πετάνε σε λίγο. Τα χάζευα ανοίγοντας τη μπαλκονόπορτα, μίλαγα στη
μαμά περιστέρα, που πια
δεν με φοβόταν και δεν έφευγε, με κοίταζε, ίσως σαν να
καμάρωνε λίγο.
Το κουδουνάκι που άκουσα μια μέρα
ξημερώματα, δεν με προϊδέασε γιατί θα μπορούσε να συμβαίνει στο μπαλκόνι και τα φτερουγίσματα, που ακολούθησαν, τα απέδωσα στις πτητικές δοκιμές της περιστεροοικογένειας.
Όμως, στο άνοιγμα της πόρτας πάγωσα. Το ένα από τα μικρά ήταν επάνω στη μονάδα του aircodition,
άψυχο, ξεκοιλιασμένο. Το άλλο, φτερούγιζε
φοβισμένο, τρυπωμένο κάτω από αυτή, ανάμεσα στο πλαστικό πλέγμα που έχουμε βάλει για να προστατέψουμε τη μονάδα από τις κουτσουλιές τους.
Ξάφνιασμα, λύπη, απορία εντέλει, τι να συνέβη στο δόλιο μικρό και γιατί χτυπιόταν το άλλο. Μέχρι να γυρίσω με μια πλαστική σακκούλα και γάντι να μαζέψω τα υπολείμματα του πιτσουνιού, η εικόνα συμπληρώθηκε.
Ένα καφέ
γεράκι, με κίτρινη μύτη και κουδουνάκι στο πόδι, συνέχιζε να ξεκοιλιάζει το άτυχο μικρό. Ενοχλημένο πέταξε στο απέναντι μπαλκόνι και κράζοντας με φοβέριζε.
Καθηλώθηκα και το κοίταγα με περιέργεια και απορία. Τέτοια πουλιά, είχα δει σε έργα να τα χρησιμοποιούν ασκημένα,
για κυνήγι. Αυτό υποδήλωνε και το κουδουνάκι στο πόδι. Που βρέθηκε στην μέση της Αθήνας ένα τέτοια πλάσμα; Ποιός άφησε ελεύθερο να πετά στην πόλη έναν "κυνηγό"; Μήπως κάποιος γείτονας του ακάλυπτου αποφάσισε έτσι να ελέγξει τον υπερπληθυσμό των περιστεριών και της δεκαοχτούρας;
Εν τω μεταξύ, εξαφανίστηκε και το άλλο μικρό, πέταξε άραγε ή έπεσε από το μπαλκόνι; Οι γονείς κάποια στιγμή κάθισαν στα κάγκελλα και κοίταγαν εκφραστικά περίλυποι και ήταν σαν να με ρωτούσαν για την τύχη των νεοσσών. Σαν να συναπαντούσαν τα άσχημα της ζωής - κοινή γαρ η τύχη- το νόμο του ισχυρού και το κλείσιμο των κύκλων, για πρώτη φορά.
Δεν πείραξα τη φωλιά, τα δυο κλαδάκια δηλαδή και τα ξερά τα χόρτα, μήπως το μικρό ξαναρχόταν. Όμως
ερημιά. Οι γονείς εξαφανίστηκαν. . Σήμερα τσάκωσα
μια κλέφτα περιστέρα, που έπαιρνε κάποιο κλαδάκι, να φτιάξει τη δική της φωλιά.
Στα παιδιά μου διηγήθηκα το περιστατικό με διδακτικό επίλογο. Για το
κακό που υπάρχει και ας μην φαίνεται, που παραμονεύει και δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Για την ετοιμότητα να αμυνόμαστε και να "πετάμε"..
Υστερον: Η
ζωή, δεν αναχαιτίζεται από τη λύπη και τις απώλειες, τουναντίον, ανασυντάσσεται και
συνεχίζεται.
-Ακούμε τη Φωνή , τη
Μαρία Κάλλας φυσικά,
εδώ,
εδώ και
εδώ.
-Το κομμάτι απο τη Lucia di Lammermoor αφιερωμένο στο
Αωρον.
-Oι φωτογραφίες, κατά σειρά, είναι των Roland di Sabbatino, Herbert Schneider και Don Holland, απο έκθεσή τους στο διαδίκτυο.
Ετικέτες γεράκι, γεράκι στην Αθήνα, περιστέρι, φτερά, φωλιά, Maria Kallas