Συζητούσαμε με τα παιδιά μου, αν σήμερα χρειαζόταν, οι σημερινοί -κακομαθημένοι και καλοπερασάκηδες οι περισσότεροι- Έλληνες, που ενδεχόμενα θα είχαν πολλά να χάσουν, θα απαντούσαν, όπως ο Θεοτοκάς και η γενιά του:
Δεν θα ζητήσουμε ανακωχή για να σώσουμε τα σπίτια και τα εργοστάσια, ούτε καν για να σώσουμε το κεφάλι μας που κινδυνεύει.
Δεν θα νοσταλγήσουμε τις μικρές απολαύσεις της ατομικής ευτυχία, που συνέβηκε τυχόν να γνωρίσουμε μες στην ασφάλεια και την ειρήνη.
Δεν θα πούμε εμείς: οτιδήποτε εξόν από τον πόλεμο.
Θα πούμε και λέμε ήδη: οτιδήποτε εξόν από τη δουλεία και την ατιμία.
Σκέφθηκα τον ξεσηκωτικό και αυθόρμητο ενθουσιασμό του κόσμου, όταν είμαστε πρωταθλητές στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, τη συμμετοχή μας εθελοντικά στην καλύτερη Ολυμπιάδα.
Σκέφθηκα ότι αυτά που λεει ο Θεοτοκάς, είναι περίπου τα λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όταν του ζητήθηκε από τους “φίλους” Τούρκους και το Μωάμεθ, να παραδώσει την πόλη.
Αλλά μετά, μου ήρθε κατά νου, ένα πρόσωπο, που σημάδεψε δυο κορυφαίες ιστορικές ελληνικές στιγμές και αυτόν τους έφερα παράδειγμα.
Τον Τάσο Μήνη, που πέρασε στην αθανασία ως ηρωικός αντιήρωας, τον Αύγουστο που μας πέρασε.
Αρχηγός στην τάξη του, μια και μπήκε πρώτος στη Σχολή Ικάρων το 1940, στην ελεύθερη Κρήτη τότε και μετά στη Μέση Ανατολή, αντιτάχθηκε σε κάτι μικρό. Στην αντικατάσταση της ελληνικής τους στολής με τη βρετανική, που όμως θεώρησε ότι πρόσβαλε τη φιλοπατρία του!
Αποπέμφθηκε τότε ο ασυμβίβαστος από τη Σχολή και το λαμπρό του μέλλον και εντάχθηκε ως απλός δεκανέας στο πεζικό. Από τα μετόπισθεν, ζήτησε να μετατεθεί στην 8η στρατιά, απέναντι από τα στρατεύματα του Ρόμελ.
Η δράση του και ο τραυματισμός στη μάχη αρκούσαν για κάποιον απλά φιλόπατρι. Όχι όμως για εκείνον. Εκπαιδεύτηκε στα αλεξίπτωτα, τους ασυρμάτους και τις υπηρεσίες πληροφοριών και το 1943 πέφτει εθελοντικά στον Ταύγετο, ως αρχηγός διασυμμαχικής αποστολής,
Η δράση του φέρνει τόσο τα παράσημα όσο και την επανένταξή του στην Πολεμική αεροπορία.
Πάλι όμως δεν επαναπαύεται, πάλι δεν συμβιβάζεται. Το 1953 υπερασπίζεται σθεναρά τους κατηγορουμένους στην δίκη των αεροπόρων καίτοι σμηναγός και καλοβολεμένος στις δάφνες του και στην κοινωνική του καταξίωση.
Όταν δε έγινε το πραξικόπημα του 196 7, στην αρχή καταφεύγει στο εξωτερικό προσπαθώντας να έλθει σε επαφή με αντιδικτατορικές ομάδες και μετά επιστρέφει στην πατρίδα του, ώστε δυναμικά να αντιμετωπίσει τη δικτατορία εντός, χωρίς να σκεφθεί την οικογένειά του. Συνελήφθηκε, βασανίστηκε στο Ε.Α.Τ.- ΕΣΑ, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών, αποφυλακίστηκε με τη γενική αμνηστία του 1973.
Εκλέχτηκε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, αλλά το 1976 ανεξαρτητοποιήθηκε, ποιος ξέρει γιατί δεν συμβιβάστηκε πάλι και έκτοτε δεν ξαναπολιτεύτηκε.
Δεν εξαγόρασε την αντιδικτατορική του δράση, αντίθετα με αναφορά που υπέβαλε, αρνήθηκε την πρόσθετη παροχή βαθμών, δηλώνοντας ότι επιθυμεί “να παραμείνει στο βαθμό που φέρει επί 25ετία και που δεν ντρόπιασε”…
Η Ελλάδα που αντιστέκεται,
η Ελλάδα που επιμένει
έστω και αν δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει που πατά ή που πηγαίνει!